-
1 συγκλάω
A break, break off, , cf. Chaerem.14.13, Thphr.HP4.7.3; (46).10; of a bad carver, mangle,τὰ μέρη Herm.in Phdr. p.189
A.; dub. sens. in Phld.Mus.p.23 K.:—[voice] Pass., of persons engaged in servile occupations, to be cramped or stunted,τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Pl.R. 495e
;οἱ δοῦλοι.. κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Id.Tht. 173a
; of lines, Arist. Pr. 892a15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλάω
-
2 συγ-κλάω
συγ-κλάω (s. κλάω), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c.
-
3 ἀπο-θρύπτω
ἀπο-θρύπτω, ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεϑρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.
-
4 συγκλαω
Iатт. Luc. = συγκλαίω См. συγκλαιωIIразбивать, ломать(κλήματα Arph.)
κάμπτεσθαι καὴ συγκλᾶσθαι Plat. — гнуться и ломаться;ἥ συγκλωμένη (sc. γραμμή) Arst. — ломаная линия;τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι Plat. — душевно надломленные -
5 ἀποθρύπτω
A crush, crumble to pieces, J.BJ3.7.23: metaph., break in spirit, enervate, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθρύπτω
См. также в других словарях:
συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… … Dictionary of Greek